ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ο Μέγας
Αρσένιος, λέγουν οι βιογράφοι του, ύψωνε τα χέρια του, σαν άλλος Μωυσής, στην προσευχή, ενώ ο ήλιος έδυε πίσω του και τα
κατέβαζε, όταν έλαμπε πάλι στο πρόσωπό του. Ο Ηγούμενος ενός Μοναστηριού που είχε ιδρύσει ο Άγιος Επιφάνιος, ο Επίσκοπος της Κύπρου, επισκέφθηκε κάποτε τον
Άγιο και του είπε με κάποια ικανοποίηση: Και
βλέποντας την απορία του Ηγουμένου, εξήγησε: Ο χριστιανός που θυμάται να συνομιλήσει με τον Θεό μόνο όταν φτάσει
η ορισμένη ώρα της προσευχής, δεν έχει ακόμη μάθει να προσεύχεται, λέει ένας
από τους Πατέρες. Από τούτα τα τέσσερα έχει πιο πολύ ανάγκη η ψυχή, έλεγε κάποιος Γέροντας: Να
φοβάται την κρίση του Θεού, να μισεί την αμαρτία, ν’ αγαπά την αρετή και να
προσεύχεται αδιαλείπτως. Όταν
ήμουν νέος, έλεγε στους αδελφούς ο Αββάς Ισίδωρος,
ο Πρεσβύτερος της σκήτης, δεν είχα ορισμένο καιρό για προσευχή. Προσευχόμουν
χωρίς διακοπή όλη την ημέρα και το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Οι
νεότεροι μοναχοί μιας σκήτης
επισκεφτήκανε έναν από τους Γέροντες για να τον συμβουλευτούν. Εκείνος τους
υποδέχτηκε με χαρά κι αφού είπε τη συνηθισμένη προσευχή, κάθισε μαζί τους κι
απαντούσε σ’ όλες τις ερωτήσεις τους. Όταν πια σηκώθηκαν να φύγουν, είπαν
στον Γέροντα να κάνει προσευχή. Πέρασαν κάποτε από το κελλί του Αββά Λουκίου οι λεγόμενοι Ευχίτες Μοναχοί. Ο Γέροντας τους κράτησε και συνομίλησε
μαζί τους. Όταν αρχίζουμε το πρωί τη δουλειά μας, λέγει ο
καθένας μας: «ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου». Δεν είναι τούτο προσευχή; Όταν με το νου προσεύχομαι, τα χέρια μου
πλέκουν. Από την εργασία μου αυτή κερδίζω δεκαέξι νομίσματα. Ξοδεύω ελάχιστα
για το καθημερινό μου ψωμί και τα υπόλοιπα τα δίνω ελεημοσύνη στους πτωχούς
και αρρώστους αδελφούς μου, που δεν μπορούν να εργαστούν. Το ίδιο κάνουν και
οι άλλοι αδελφοί. Όταν λοιπόν εμείς τρώμε η κοιμόμαστε, οι πτωχοί
προσεύχονται για μας και η καρδιά μας μάς πληροφορεί πως έτσι εφαρμόζουμε τη
σύσταση του Αποστόλου. Ρώτησαν
τον Αββά Αγάθωνα οι Αδελφοί, ποια αρετή νομίζει πως
είναι πιο επίπονος. Οι νεότεροι αδελφοί στη σκήτη περικύκλωσαν μια μέρα τον Όσιο
Μακάριο και τον παρακαλούσαν να τους διδάξει πως να προσεύχονται. Όταν πάλι νοιώθει δυνατή επάνω του την επίθεση
του διαβόλου ή την επανάσταση των κατωτέρων παθών του, ας τρέξει με πίστη
στον Ουράνιο Πατέρα κι ας φωνάζει σ’ Αυτόν όχι με το στόμα, αλλά με την
καρδιά: «Κύριε, βοήθησέ με». Εκείνος γνωρίζει τον
τρόπο να βοηθήσει την ψυχή, που πηγαίνει κοντά Του μ’ εμπιστοσύνη.
|